ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ



         

          Ο Κ. Σηφάκης σε άρθρο του «Ανωτάτη Παιδεία· πώς φθάσαμε στο αδιέξοδο» πολύ ρεαλιστικά περιέγραψε τη νοοτροπία  σχετικά με την Ανώτατη εκπαίδευση. Αναφέρει ότι η ελληνική κοινωνία, από την αρχή της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους είχε συνδέσει τις πανεπιστημιακές σπουδές με την σίγουρη κοινωνική και οικονομική εξασφάλιση των πτυχιούχων. Μια καλοπληρωμένη θέση, κατά προτίμηση στο δημόσιο, ήταν το όνειρο κάθε ελληνικής οικογένειας για τα παιδιά της όταν θα τελείωναν το Πανεπιστήμιο. Αυτή η νοοτροπία δημιουργούσε πτυχιούχους που έβλεπαν τις σπουδές μόνο χρησιμοθηρικά, χωρίς πάθος για την επιστήμη, χωρίς ενδιαφέρον για έρευνα. Έτσι η Ελλάδα είναι στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη σε αριθμό πτυχιούχων, αλλά τα Ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας είναι  τελευταία στην έρευνα και την καινοτομία. Στις παραπάνω επισημάνσεις του αρθρογράφου πρέπει να προσθέσουμε την επί δεκαετίες κακοδιοίκηση και υποχρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

    Η εποχή όμως του στρουθοκαμηλισμού πέρασε και τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να εξακολουθήσουν να είναι βιομηχανίες πτυχίων. Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η αγορά εργασίας απαιτεί από τον απόφοιτο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να έχει σφαιρική αντίληψη της επιστήμης του, εξειδίκευση σ’ έναν συγκεκριμένο τομέα, ερευνητικό έργο πάνω στο αντικείμενό του και πρακτική εξάσκηση. Ακόμη να παραμένει ενημερωμένος πάνω στις εξελίξεις στον επιστημονικό του χώρο, να του αρέσουν οι επιστημονικές και επαγγελματικές προκλήσεις και να αφιερώνει χρόνο δια διαρκή ενημέρωση στις εξελίξεις της επιστήμης του.
   Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πρέπει οι ανώτατες σχολές να αρχίσουν να λειτουργούν εντελώς διαφορετικά. Κατ’ αρχάς να προχωρήσουν γρήγορα σε επαναδιάταξη των τμημάτων τους και επανακαθορισμό των προγραμμάτων σπουδών τους σύμφωνα με τις εξελίξεις στον επιστημονικό τους χώρο και σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις στην αγορά εργασίας. Παράλληλα και χωρίς καθυστέρηση, κάθε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα να διοργανώσει το ερευνητικό του έργο και προγράμματα επιστημονικής συνεργασίας με άλλα ομοειδή ανώτατα ιδρύματα. Τέλος με σεμινάρια επιμόρφωσης, συνέδρια, ημερίδες και δημοσιεύσεις μέσω διαδικτύου να διατηρεί ανοιχτή μια δίαυλο επιστημονικής επικοινωνίας μεταξύ Σχολής και αποφοίτων.

   Η έλλειψη κονδυλίων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόφαση για την καθήλωση και την στασιμότητα. Γιατί, αν  οργανωθούν προγράμματα έρευνας και συγκροτηθούν σοβαρές ερευνητικές ομάδες, θα υπάρξει ενδιαφέρον χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ιδιώτες επενδυτές, όπως γίνεται στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Όλα αυτά είναι εφικτά χωρίς να χαθεί η αυτοτέλεια του κάθε Ιδρύματος και χωρίς να πάψουν οι ανώτατες σχολές να αποτελούν χώρους του πνεύματος και  της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, όπως ήταν ανέκαθεν στην Ελλάδα.