ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ





Στα μέσα του 20ου αιώνα οι οραματιστές μιας Ενωμένης Ευρώπης έβαλαν τα θεμέλια για την ένωση των κρατών της Ευρώπης, οικονομική αρχικά, πολιτική με την ολοκλήρωσή της. Το εγχείρημά τους στηριζόταν στην πίστη ότι οι χώρες της Ευρώπης, παρά τις διαφορές τους, έχουν κοινές πολιτισμικές βάσεις, κοινές αρχές και κοινές αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, ο ανθρωπισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο ορθολογισμός, η αίσθηση του μέτρου.
 Η υλοποίηση της ένωσης των Ευρωπαϊκών χωρών δεν μπορούσε να είναι γρήγορη και δεν μπορούσε να μην αντιμετωπίσει προβλήματα. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι που είναι υπέρμαχοι της ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν όμως και άλλοι που είναι επιφυλακτικοί και τάσσονται μάλλον υπέρ μιας χαλαρής ένωσης ανεξαρτήτων χωρών.
Οι υπέρμαχοι της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υποστηρίζουν ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τώρα δικαίωσε τους ιδρυτές της, που είχαν το όραμα να γίνει η Ενωμένη Ευρώπη κιβωτός της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ένας παράγοντας ισορροπίας σ' έναν κόσμο τρομακτικών απειλών, μια δύναμη εγγύηση για την επικράτηση της λογικής και του διαλόγου.
 Ακόμη δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι με την συνένωση των δυνάμεων των ευρωπαϊκών χωρών δημιουργήθηκε ένας νέος πόλος δύναμης στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό που προσπαθεί, άλλοτε με απόλυτη, άλλοτε με σχετική επιτυχία, να επιβάλλει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεθνώς, να συμβάλλει στην ειρηνική εξομάλυνση διαφορών σε διάφορα μέρη του κόσμου και να πρωτοστατεί για την προστασία του περιβάλλοντος.
 Τέλος επικαλούνται το γεγονός ότι στον οικονομικό τομέα η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο είναι ένας ισχυρός παράγοντας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Και αισιοδοξούν ότι η Ευρώπη των είκοσι οκτώ[1] χωρών με το υψηλό επίπεδο μόρφωσης των λαών της μπορεί να αναπτύξει μεγάλη πολιτική, επιστημονική και οικονομική δυναμική και να δώσει λύσεις  σε καίρια ζητήματα, όπως η ιατρική, το περιβαλλοντικό, οι βιοκαλλιέργειες και το ενεργειακό.
  Υπάρχουν όμως και οι ευρωσκεπτικιστές που τάσσονται κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τουλάχιστον κατά της πολιτικής ενοποίησης. Επικαλούνται το γεγονός ότι σε διεθνή πολιτικά θέματα είναι φανερό ότι οι χώρες δεν έχουν και δεν θέλουν να έχουν κοινή εξωτερική πολιτική, ενώ στην οικονομία ασκούν εθνική και όχι ευρωπαϊκή πολιτική και ανταγωνίζονται μεταξύ τους ανοιχτά, πράγμα που φάνηκε εντονότατα τα τελευταία χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
     Υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαστε ότι υπάρχει ισοτιμία μεταξύ των χωρών-μελών, εφόσον η οικονομική ανισότητα μεταξύ τους έχει ως αποτέλεσμα οι ισχυρές χώρες να επιβάλουν τη θέλησή τους στις μικρότερες. Και ας μην ονειρευόμαστε ότι πρόκειται για μια Ένωση αρχών τη στιγμή που οι αποφάσεις σε επίπεδο κορυφής λαμβάνονται όχι με γνώμονα τους ανθρώπους και τους λαούς, αλλά με βάση τον συσχετισμό των  πολιτικών δυνάμεων, τις αγορές, το τραπεζικό σύστημα και τους  δημοσιονομικούς στόχους. Λένε μάλιστα ότι η Ελληνική κρίση ήταν ένα τεστ αντοχής των αντανακλαστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των σχέσεων φιλίας των λαών της Ευρώπης, της  συνοχής της και κυρίως της  έννοιας της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», ένα τεστ που μετά βίας  άντεξαν και με δυσκολία το πέρασε, αν το πέρασε.
Ένα είναι το σίγουρο συμπέρασμα, ότι το ευρωπαϊκό όνειρο ξαφνικά έχει θαμπώσει πολύ. Γιατί οι ηγέτες είναι ανίκανοι να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να πολιτευθούν ενωμένοι με άξονα τον ανθρωπισμό, τον αμοιβαίο σεβασμό και την αλληλεγγύη. Γιατί οι λαοί φοβούνται ότι με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα χαθεί η εθνική τους ταυτότητα, ότι κινδυνεύουν οι εθνικές γλώσσες και ότι σιγά σιγά θα απαλειφθεί η εθνική μνήμη και ο εθνικός πολιτισμός. Γιατί οι μικρές κυρίως χώρες δυσανασχετούν που οι κρίσιμες αποφάσεις δεν λαμβάνονται και δεν εφαρμόζονται από τα εθνικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις, αλλά από τα όργανα της Ένωσης.
Οι μικροί όμως, όταν ήθελαν να μπουν στην ένωση, κοιτούσαν τα οφέλη, όπως την ισχυροποίηση του πολιτικού τους ρόλου στο διεθνές περιβάλλον, την ομπρέλα πολιτικής και οικονομικής προστασίας, την χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους προγραμμάτων, τις επιδοτήσεις, τη δυνατότητα ελεύθερης εγκατάστασης για σπουδές και για δουλειά. Τώρα νομίζουν ότι το αντίτιμο είναι βαρύ, αλλά από την άλλη δεν θέλουν να φύγουν. Οι μεγάλοι  από τη μεριά τους ξέχασαν ότι ήθελαν τους μικρούς για να παρουσιάζονται ως Ευρώπη, έναντι των γιγάντων, της Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Ρωσίας και της Κίνας. Τώρα δυσανασχετούν γιατί πρέπει να μοιράζονται τα οικονομικά βάρη.
Ας συζητηθούν όλα αυτά τα ζητήματα σφαιρικά και διεξοδικά και  ας αποφασίσουμε αν θέλουμε να προχωρήσουμε μαζί ή όχι. Αν ναι, τότε να ξεκαθαρίσουμε τους όρους και τις συνθήκες, ώστε να μπορούμε μετά να μιλάμε για μια πραγματική Ευρωπαϊκή Ένωση που θα έχει την αδιαφιλονίκητη εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων και θα εμπνέει σεβασμό.


[1] Η Ελλάδα το 1980 έγινε πανηγυρικά δεκτή ως το δέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τις σοβαρότατες οικονομικές αποκλίσεις της από τις άλλες χώρες-μέλη, γιατί απ’ όλους αναγνωριζόταν ως κοιτίδα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και των Ευρωπαϊκών αξιών.